συμπροθυμούμαι

συμπροθυμούμαι
-έομαι, Α [προθυμοῡμαι]
1. έχω την ίδια προθυμία με άλλον, είμαι επίσης πρόθυμος («ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ καὶ ὑμεῑς συμπροθυμῆσθε», Ξεν.)
2. προάγω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τοῑς ξυμπροθυμηθεῑσι τῶν ῥητόρων τὸν ἔκπλουν», Θουκ.)
3. συνεργώ σε κάτι, παίρνω ενεργό μέρος σε κάτι («συμπροθυμουμένων καὶ τῶν Συρακουσίων τῇ τοῡ Διονύσου προαιρέσει», Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμπροθυμοῦμαι — συμπροθυμέομαι have equal desire with pres ind mp 1st sg (attic epic doric) συμπροθῡμοῦμαι , συμπροθυμέομαι have equal desire with pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”